Κατά την αρχαιότητα , ο νομός Ευρυτανίας αποτελούσε κατά μεγάλο μέρος τμήμα της αρχαίας Αιτωλίας. Στο βόρειο τμήμα της Αιτωλίας, το πιο ορεινό και πιο δυσπρόσιτο (σημερινός νομός Ευρυτανίας), κατοικούσαν Αιτωλικά φύλα όπως οι Ευρυτάνες, οι Απεραντοί , οι Δόλοπες που κατέβηκαν από τη Θεσσαλία και οι Αγραίοι. Από τον 5ο αι. π.Χ οι Ευρυτάνες, καθώς και τα υπόλοιπα Αιτωλικά φύλα , κατοικούσαν σε ανοχύρωτους οικισμούς , σε «ατείχιστες κώμες» όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης.
Η συστηματική προσπάθεια των Αιτωλών για οχύρωση των οικισμών τους αναπτύσσονται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους λόγω των πιέσεων των Μακεδόνων. Στην Αιτωλία των ελληνιστικών χρόνων συναντούμε πολυάριθμους οικισμούς, μικρούς αλλά πολύ καλα οχυρωμένους, συστήματα τειχών και φρουριακές εγκαταστάσεις με οπτική επαφή μεταξύ τους για τον καλύτερο έλεγχο των ορεινών περασμάτων και τη διασφάλιση διόδων. Με την ίδρυση της Αιτωλικής Συμπολιτείας (5ος π.Χ), προκύπτει η ανάγκη κτίσεως μεγάλων οχυρωμένων πόλεων , όπου «συνοικίζονται» αλλά μόνο σε σε περίπτωση κινδύνου, οι κάτοικοι μιας περιοχής ή ενός φύλου.
Στους ιστορικούς χρόνους ανάγεται μια σειρά θέσεων ,κυρίως φρούρια, οι οποίες ανακαλύφθηκαν από τον Woodhouse στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Woodhouse, στο έργο του Aetolia, στην αλυσίδα οχυρώσεων πάνω στην οροσειρά η οποία αποτελεί και το φυσικό όριο ανάμεσα στην Απεραντία και τη Δολοπία. Πρόκειται για τις οχυρώσεις της Παλιοκατούνας (Τσούκας), της Βούλπης, των Τοπολιάνων και της Βελαώρας.
Η οχύρωση της Βούλπης βρίσκεται ανάμεσα στους λόφους στα δυτικά της Παλαιοκατούνας. Παρατηρείται όλη η πορεία του περιβόλου παρά την άσχημη διατήρησή του. Στη ΒΑ γωνία υπάρχει ένας τετράγωνος πύργος. Οι αναλημματικοί τοίχοι στη βόρεια και τη δυτική πλαγιά και τα θραύσματα κεραμίδων υποδηλώνουν ότι η πόλη βρισκόταν προς αυτή την κατεύθυνση.
Από το 2009 το Υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε με ΦΕΚ ως αρχαιολογικό χώρο τη θέση «Κάστρο» Βούλπης. Συγκεκριμένα «στον αρχαιολογικό χώρο συμπεριλαμβάνονται κατάλοιπα αρχαίας οχύρωσης με πύργο, που χρονολογείται στην Κλασική περίοδο.»