Κατά την Οθωμανική περίοδο στην κορυφή της κρατικής πυραμίδας βρισκόταν ο Σουλτάνος - ως «εκπρόσωπος του Θεού» - και ακολουθούσε το αυτοκρατορικό διβάνι, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου που αποτελούσε το ανώτατο συμβουλευτικό και εκτελεστικό σώμα της βούλησης του Σουλτάνου. Το δεύτερο όργανο της κεντρικής διοίκησης ήταν η δικαστική εξουσία που την εκτελούσαν οι δάσκαλοι και οι ερμηνευτές του ιερού νόμου, οι «ουλεμάδες» (ulema).
Η πρώτη βασική διοικητική και στρατιωτική μονάδα ήταν το σαντζάκι (sancak) που αντιστοιχεί προς το σύγχρονο νομό. Κάθε σαντζάκι είχε τους δικούς του κανονισμούς που προέβλεπαν τους φόρους, τις υπηρεσίες και τις υποχρεώσεις των υπηκόων. Το κάθε σαντζάκι σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τους καζάδες, οι οποίοι αντιστοιχούν προς τις επαρχίες του βυζαντινού κράτους. Ο καζάς ήταν μικρή διοικητική και δικαστική περιφέρεια αποτελούμενη από μία πόλη ή κώμη και τα εξαρτώμενα από αυτή χωριά. Όταν επρόκειτο για μεγάλο αριθμό χωριών - όπως στην περίπτωση τους Ευρυτανικού χώρου – χωρίζονται σε ομάδες και αποτελούν τους λεγόμενους ναχιγιέδες (nahiye), μικρές διοικητικές μονάδες που αντιστοιχούσαν σε δήμους. Αυτή η διαβάθμιση της διοικητικής οργάνωσης απέβλεπε στην καλύτερη εξυπηρέτηση του συστήματος του στρατιωτικού τιμαριωτισμού.
Στη δημοτική μας ποίηση ο καζάς αναφέρεται και με τον όρο βιλαέτι (vilayet) ως δηλωτική αναφορά συγκεκριμένης περιοχής που ελέγχεται από αρματολούς. Στο δημοτικό τραγούδι υπάρχουν επίσης και πολλές αναφορές στον όρο «ναχιγιές». («Εκεί μοιράζουν τα χωριά, μοιράζουν τους ναχιέδες…»)
Καζάς Αγράφων και τα χωριά του
Ο καζάς των Αγράφων ήταν ένας από τους πολλούς του σαντζακίου των Τρικάλων και διέθετε – όπως και του Καρπενησίου - πλήρη διοικητικό μηχανισμό με εκπροσώπους του σουλτάνου και της θρησκευτικής ιεραρχίας. Στην πρωτεύουσα του καζά, τα Άγραφα, υπήρχε ο βοεβόδας ( γενικός στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής), καδής (ο άνθρωπος του νόμου και ελέγχου των δικαστικών αποφάσεων) καθώς και πλήθος ουλεμάδων και άλλων κρατικών υπαλλήλων και φρουρών. Οι πρώτες αναφορές για τον καζά των Αγράφων έρχονται από κατάστιχα του 15ου και 16ου αιώνα και κάνουν μνεία για μία ακμάζουσα περιοχή –ιδίως δημογραφικά – με πάνω από 90 χωριά και κώμες. Ο αριθμός των χωριών, σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές , φαίνεται να διπλασιάζεται παραμονές τις Επανάστασης.
Ένας από τους πιο ονομαστούς ναχιγιέδες του καζά ήταν εκείνος του Φουρνά (ναχιγιές Κιουχιστάν) που περιελάμβανε εκτός από το Φουρνά τη Χόχλια, το Νεοχώρι Τυμφρηστού, τον Κλειτσό, την Αγία Τριάδα, τη Βράχα, το Παλαιόκαστρο Τυμφρηστού, τον Άγιο Χαράλαμπο ( τα Έλοβα) και τους Δομιανούς. Επίσης, με βάση τις διαχωριζόμενες και επιτηρούμενες ζώνες του καζά, υπήρχαν άλλοι τρεις ναχιγίδες: της Ρεντίνας (πρωτεύουσα η Ρεντίνα και τα γειτονικά χωριά), της Καστανιάς (πρωτεύουσα η Καστανιά και τα όμορα χωριά ανατολικά του φράγματος Ταυρωπού) και του Πετρίλου.
Η συγκρότηση των χωριών του καζά των Αγράφων σε ναχιγιέδες δεν ήταν τυχαία καθώς καθοριζότανμ ανάλογα με τις διοικητικές ανάγκες και τη διευκόλυνση των φοροεισπρακτικών λειτουργιών.
Πηγές: Γιαννόπουλος, Γ.,(2021). Η Ευρυτανία στη διαδρομή της ευρύτερης εθνολογικής σύνθεσης και διοικητική οργάνωσης. Ίδρυμα Γαζή – Τριανταφυλλόπουλου,
Γκιόλιας, Μ., (1999). Ιστορία της Ευρυτανίας στους Νεότερους Χρόνους (1393-1821). Εκδόσεις ΠΟΡΕΙΑ:Αθήνα
Pouqueville F.C.H.L, Voyage de la Grece, 1-6, Paris:1826-1827.