Ο λύχνος
Ο λύχνος, χάλκινος ή από λευκοσίδηρο, είχε το σχήμα των αρχαίων πήλινων λύχνων. Στο ένα άκρο έφερε ουρά κάθετη στο σκάφος του λύχνου ενώ στο άνω άκρο υπήρχε οπή στην οποία αναρτιόταν μικρός αιχμηρός πασσαλίσκος και χρησίμευε για την ανάρτηση ή την εντοίχιση του λύχνου. Επίσης έφερε και γάντζο από τον οποίο κρεμιόταν στο λυχνοστάτη.
Ο λυχνοστάτης
Χρησιμοποιούνταν για να κρατά τον λύχνο ψηλά και να μετακινείται το φως ανάλογα τις παρουσιαζόμενες ανάγκες. Ήταν ξύλινος - συνήθως με ξύλο από πλάτανο αλλά και δρυ – και αποτελούνταν από μία σανίδα στην οποία ανοίγονταν διάφορες οπές για τη στήριξη του λύχνου.
Το καντηλέρι
Κλειστός κωνοειδής λύχνος που ήταν κατασκευασμένος από λευκοσίδηρο. Έφερε οπή από την οποία κρεμιόταν ενώ μπορούσε να στηριχτεί και σε υψηλή βάση εν είδει λάμπας. Αυτού του είδους τα καντηλέρια έχουν φυτίλι από βαμβάκι το οποίο έβγαινε από ένα λεπτό ράμφος λευκοσιδήρου.
Το λαδοφάναρο
Μεταλλική κατασκευή με τζάμια στις τέσσερις πλευρές και χερούλι στο πάνω μέρος. Η ενεργειακή πηγή του ήταν το λάδι, που φυλασσόταν μέσα σε μικρό άνοιγμα στην πάνω έδρα, μέσα από το οποίο περνούσε το βαμβακερό φυτίλι.
Πηγές: Λουκάτος, Δ., (1992). Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα
Λουκόπουλος, Δ., (1984). Αιτωλικά οικήσεις σκεύη και τροφαί. Εκδόσεις «Δωδώνη»: Αθήνα - Ιωάννινα
Λουκόπουλος, Δ., (1983). Γεωργικά της Ρούμελης. Εκδόσεις «Δωδώνη»: Αθήνα – Ιωάννινα. Σελ -278-279
https://www.loganikos.gr/folklore/ylikos-vios/epipla-kai-skevi-tou-spitiou.html