1809
Ο Κώστας Λεπενιώτης ήταν αδερφός του Κατσαντώνη, φέρεται να γεννήθηκε γύρω στα 1780 στο χωριό Λεπενού της Ακαρνανίας, για αυτό και το Λεπενιώτης. Ακολούθησε το κλέφτικο σώμα των Κατσαντωναίων με επικεφαλής τον αδερφό του. Ο Λεπενιώτης περιγράφεται ως γιγαντόσωμος, με πελώριο ανάστημα σε αντίθεση με τον αδερφό του που ήταν μικρόσωμος. Αναφερόμενος στο συνέδριο της Λευκάδας ο Σπ. Βερύκιος γράφει: «Είδα σε μια στιγμή τον πανύψηλο γίγαντα Λεπενιώτη να σηκώνεται όρθιος και με βροντερή φωνή και αφελή γλώσσα να διηγείται τη μάχη που ο Κατσαντώνης έδωκε με τους Τούρκους πριν κατεβεί στη Λευκάδα».
Όταν ο Κατσαντώνης το 1808 προσεβλήθη από ευλογιά, τον εξάντλησε τόσο ώστε παρέδωσε την αρχηγία των αντρών του στον αδελφό του Λεπενιώτη. Μετά το θάνατο του αδερφού του το 1808, προσπάθησε να φανεί αντάξιός του και να αποδείξει την γενναιότητα και αρχηγική ικανότητά του. Άρχισε να χτυπάει αλύπητα τους Τουρκαρβανίτες και τους προδότες, εκδικούμενος τον μαρτυρικό θάνατο των αδερφών του.
Το Μάιο του 1809, ο Λεπενιώτης βρισκόταν με τους άνδρες του στην περιοχή του χωριού Παπαδιά του Καρπενησίου, από εκεί "προσκάλεσε" σε μάχη το δερβέναγα Σουλεϊμάν Τότη, που είχε καταλύσει στο χωριό Δομιανοί των Κτημενίων. Ο Σουλεϊμάν αποδέχτηκε την πρόκληση και βάδισε προς την Παπαδιά, με 300 Τουρκαλβανούς. Στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν 60 Τούρκοι και ανάμεσα τους ο Σουλεϊμάν Τότης.
Ο Λεπενιώτης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο των Αρβανιτάδων του Αλή πασά αλλά δεν είχε αποδοχή, ούτε από προκρίτους και κοτσαμπάσηδες, ούτε και από τον ντόπιο πληθυσμό. Ήταν σκληρός και το γεγονός που ίσως να προδιέγραψε την τύχη του ίσως ήταν η φωτιά στο σπίτι του ιερέα έξω από το χωριό του Βουτύρου, έξω από το Καρπενήσι και οι γνωστές επιστολές των «Αρχών» (Τούρκων και προκρίτων Ελλήνων) του Καρπενησίου προς τον Αλή. Ο Αλή πασάς απέστειλε ισχυρές δυνάμεις για την εξόντωσή τους και ο Λεπενιώτης βλέποντας την κατάσταση,
πέρασε στα Επτάνησα. Το 1810 κατέφυγε με 200 περίπου από τους άνδρες του στο Μεγανήσι, το οποίο βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Γάλλων, οι οποίοι τελικά τον εκδίωξαν από εκεί για τον Κάλαμο. Ο Λεπενιώτης ζήτησε να μπει στην υπηρεσία των Άγγλων και να καταταχθεί στα ελληνικά τμήματα της Επτανήσου, αλλά όπως είπε: "επιθυμώ να δουλεύσω στους Άγγλους, αλλά δεν δίδω εις άλλον πίστη παρά εις τον Κολοκοτρώνη". Ο Λεπενιώτης παρέμεινε στα Επτάνησα αλλά λίγο καιρό προτού διαλύσουν οι Άγγλοι τα ελληνικά τάγματα της Επτανήσου δέχτηκε πρόταση αμνηστίας από τον Αλή πασά που του πρόσφερε το αρματολίκι των Αγράφων και το φθινόπωρο του 1811,εγκαταστάθηκε στα Άγραφα ως αρματολός. Ο Αλή πασάς ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο του Λεπενιώτη και όπως σημειώνει ο ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ «μη δυνηθείς διά τον όπλων να καταβάλλη, εδιώρισεν (τούτον) καπετάνον τῶν Ἀγράφων». Δεν δέχτηκε όμως να εμφανιστεί μπροστά στον Αλή πασά και να τον προσκυνήσει.
Ανέλαβε το αρματολίκι των Αγράφων και ήταν επικεφαλής 50 ανδρών, ενώ πολλοί από τους συντρόφους του διορίστηκαν "κολιτζήδες" των διαφόρων τμημάτων στο αρματολίκι. Δεν παρέμεινε όμως πολύ διάστημα στο αξίωμα αυτό αφού δολοφονήθηκε άνανδρα το Πάσχα του 1812 στο χωριό Φουρνά Ευρυτανίας από τους ανθρώπους του Νίκου Θέου και του κοτζάμπαση του Φουρνά Γιαννάκη Κωστάκη.