1811
Ο Κατσαντώνης, αφού αρρώστησε βαριά ,έδωσε την αρχηγία στον αδερφό του τον Λεπενιώτη και αποσύρθηκε στο βουνό Μοναστηράκι των Αγράφων. Την εποχή εκείνη μόνο ο Κατσαντώνης γνώριζε το δρόμο. Φαίνεται πως ένα μικρό διάστημα έμεινε στο μοναστήρι του Αη Γιάννη κοντά στο Παλιοκάτουνο, αλλά για μεγαλύτερη σιγουριά εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Ήθελε να μείνει εκεί μέχρι να γίνει καλά, αλλά πέρασε ένας μήνας και δεν έγινε καλύτερα αλλά ξαφνικά άνοιξε και μία παλιά πληγή. Εκεί θα τον βρουν και θα τον πιάσουν τα ασκέρια του Αλή με αρχηγό τους τον Άγο Μουχουρτάρη. Ο Βλαχογιάννης γράφει «Ἡ προδοσιὰ τὸν ἔφαγε». Οι μαρτυρίες για την προδοσία δεν συγκλίνουν σε ένα πρόσωπο, είναι αντιφατικές.
1. Ο Fauriel γράφει «Πλησίον του παρέμεινε ὁ ἀδελφὸς του Γιῶργος διὰ νὰ τὸν φυλάσση καὶ νὰ τὸν περιποιῆται καὶ μία γραῖα γυναῖκα ἀνέλαβε νὰ τοῦ φέρη καθημερινῶς τὰ ἀπαραίτητα.. Δὲν εἶναι γνωστὸν ὑπὸ ποίου, ὑπὸ τας γραίας ἤ ὑπὸ τῶν καλογήρων, ἀλλὰ εἴτε ὑπὸ τῆς πρώτης εἴτε ὑπὸ τῶν ἄλλων ἐπροδόθη καἰ κατηγγέλθη εὶς τὸν Ἀλῆ πασᾶ». Και ο Emerson γράφει: «Αποτραβήχτηκε με το Γιώργο, τον μικρότερο και πιο αγαπητό αδελφό του σε μια σπηλιά κοντά στο μοναστήρι, όπου μια γυναίκα σταλμένη από τους καλόγερους του έφερνε φαγητό. Η γυναίκα αυτή ή οι καλόγεροι, τον πρόδωσαν στους Τούρκους».
2. Ο Φραγγίστας λέει: « Ὁ στρατηγὸς Ἄγου Μουχουρτάρης περοδεύων κατὰ μῆνα Αὔγουστον τοῦ αὐτοῦ ἔτους κατά τὴν ἐπαρχίαν τῶν Ἀγράφων, εἰδοποιήθη παρά τινος Ἰωάννου Γκούρλια γεωργοῦ, ὅτι ὁ Κατζαντώνης ἀσθενῶν περιφρουρεῖται εἰς τὸ Μοναστηράκι ὑπὸ πέντε μόνον συντρόφων του». Την ίδια άποψη έχει και ο Κασομούλης μόνο που τον Γκούρλια αντι για Γιάννη τον λέει Θανάση. Γράφει : « Ὁ Κατζιαν΄τωνης καὶ ὁ Γεώργης Χασιώτης πληγωμένοι, λημεριάζοντες ἀσθενεῖς εἰς το Σίμνικον Ἀγράφων βουνόν ἤ κατούνα, πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ἐσυλλήφθησαν ἀπὸ τὸν Ἄγον Βάσιαρην. Θανάσης Γκούρλιας ἀπὸ Τατάρναν».
3. Ο Αραβαντινός γράφει: « συνελλήφθη ὑπὸ τοῦ Ἄγου Μουχουρτάρη εἰς τὰ Ἄγραφα κατὰ το 1811, ὅπου κατέκειτο πάσχων ἐκ δεινοτάτης εὐλογίας, προδοθεὶς ὑφ’ἑνὸς παππᾱ».Και ο Βαλαωρίτης γράφει πως τον πρόδωσε παππάς που του πήγαινε τρόφιμα στην σπηλιά.
4. Ο Λουκόπουλος γράφει «Ο Γκούρλιας έπαιρνε απ’ το μοναστήρι και τους πήγαινε τρόφιμα. Αυτός μονάχα ήξερε το μυστικό, κι ο ηγούμενος ο
Δοσίθεος. Ο Γκούρλιας φύλαγε τα βακούφικα τα γίδια αυτού πέρα στα πλάγια. Κάποτε πετιότανε και στο Παλιοκάτουνο να δει το σπίτι του, και να πάει και τίποτα στους δικούς του. Μια μέρα έφερε δυό - τρία πεπόνια. Τα είχε να τα πάει στους κλέφτες. Τ’ άφησε σπίτι του και γύρισε στα γίδια, χωρίς να αναφέρει τίποτα για ποιόν είχε τα πεπόνια. Τα παιδιά του δεν ήξεραν, τα πήραν και τα έφαγαν, σαν παιδιά που ήταν. Τη μέρα που γύρισε πάλι στο σπίτι του για να πάει τα τρόφιμα στους κλέφτες, είχε μαζί του μια διακονιάρα. Φτωχιά γυναίκα ήταν αυτή από το Κεράσοβο. Πέρασε στα βακούφικα γίδια και ζήτησε γάλα. Ο Γκούρλιας τη λυπήθηκε. Πήρε γάλα, πήρε κι αυτήν μαζί και πήγαν στο κονάκι του, να της δώσει να φάει.Μόλις μπήκε σπίτι του μέσα, τα παιδιά του έτρωγαν το τελευταίο πεπόνι. Του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι κείνην την ώρα. Δεν του πήγε στο νου, πως είναι παρών και ξένος άνθρωπος που θα τον άκουε. Αφήστε, λέει στα παιδιά, αυτό το πεπόνι τόχω για τον Αντώνη!»
Την άλλη μέρα, η γριά ζητιάνα πηγαίνοντας για το Κεράσοβο, έπεσε στα χέρια των Τουρκαλβανών, που τη βασάνισαν κι’ αναγκάστηκε να μαρτυρήσει τον Γκούρλια.
Ο Γκούρλιας, όπως σημειώνει ο Λουκόπουλος, πιάστηκε, βασανίστηκε, μα δεν ματύρησε. Μόνο όταν ετοιμάτηκαν να τον σουβλίσουν, ανγκάστηκε να τους αποκαλύψει το μέρος που κρυβόταν ο Κατσαντώνης.
5. Ο Κρέμος πιστεύει πως τον Κατσαντώνη τον πρόδωσε, κάτω από βασανιστήρια του Άγου Μουχουρντάρη,ένας πιστός φίλος του που ήταν κουμπάρος του,τον εμπιστευόταν και ήταν τσοπάνης.
Οι πληροφορίες για την ανακάλυψη της σπηλιάς είναι συγκεχυμένες και αντιφατικές. Σίγουρα κανένας δεν πρόδωσε ευσυνείδητα τον Κατσαντώνη, όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Εάν τον πρόδωσαν θα έγινε κάτω από σκληρά βασανιστήρια.
Βιβλίο του Δημήτρη Σταμούλη « ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ»