Από τα σημαντικότερα στοιχεία της λαϊκής Ευρυτανικής παράδοσης που έμειναν αναλλοίωτα στο χρόνο είναι τα δημοτικά τραγούδια και ιδιαίτερα τα δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια, τα Κάλαντα. Είναι από τα λιγοστά έθιμα που ζουν μέχρι τις μέρες μας και έχουν συνδεθεί με σημαντικές γιορτές στον κύκλο του χρόνου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, Λαζάρου κλπ).
Ένα από αυτά τα έθιμα είναι και τα κάλαντα των Φώτων στο χωριό Κλαυσί. Την παραμονή της γιορτής των Θεοφανείων μικροί και μεγάλοι βγαίνουν στις γειτονιές του χωριού και τραγουδούν σπίτι- σπίτι τα εορταστικά κάλαντα. Οι «καλαντιστές» - όπως ονομάζονται οι τραγουδιστές και οι οργανοπαίχτες των καλάντων - περιέρχονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους του χωριού και αποδίδουν τις ευχές τους, τα «Χρόνια Πολλά». Μετά ακολουθεί είτε το κλασικό φιλοδώρημα είτε το κέρασμα. Εξαιτίας της νηστείας, το κέρασμα συνήθως είναι τσίπουρο και σοκολατάκι ή ξηροί καρποί με αποτέλεσμα η διάθεση των καλαντιστών να ανεβαίνει όσο περνάει η ώρα.
Με τα χρήματα που συλλέγουν οι καλαντιστές στήνεται ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι («τζιαφέτι»), ανήμερα της γιορτής των Θεοφανείων, στο οποίο μπορεί να συμμετάσχει όποιος το επιθυμεί.
Οι στίχοι απο τα Κάλαντα των Φώτων στο Κλαυσί:
Αύριο είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός και χαρές μεγάλες στον Κύργιο μας
και χαρές μεγάλες στον Κύργιο μας, περπατεί η Κυρά μας η Παναγιά
περπατεί η Κυρά μας η Παναγιά με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα
με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα, με τα πετραχήλια στον ώμο της
τα πετραχήλια στον ώμο της σπάργανα βασταίνει και γιό κρατεί
σπάργανα βασταίνει και γιό κρατεί και τον Άη-Γιάννη περικαλεί
και τον Άη-Γιάννη περικαλεί: «Άη-Γιάννη, αφέντη και Πρόδρομε
«Άη-Γιάννη, αφέντη και Πρόδρομε, δύνασαι βαφτίσεις Θεόν παιδί;
δύνασαι βαφτίσεις Θεόν παιδί;» «-Δύναμαι και θέλω και προθυμώ
«-Δύναμαι και θέλω και προθυμώ, μέγας είν’ ο φόβος, φοβούμενος
μέγας είν’ ο φόβος, φοβούμενος». Τ’ άκουσε η Μητέρα και δάκρυσε,
τ’ άκουσε η Μητέρα και δάκρυσε. «-Σώπα_Άγια Μητέρα και μη δακρείς,
-Σώπα_Άγια Μητέρα και μη δακρείς, αύριο θέλ’ ν’ ανέβω στους ουρανούς
αύριο θελ’ ν’ ανέβω στους ουρανούς να περικαλέσω τον Κύργιο μας
να περικαλέσω τον Κύργιο μας να μας ρίξει δρόσο και λίβανο,
να μας ρίξει δρόσο και λίβανο, ν’ α(γ)ιαστούν οι τόποι και τα νερά
ν’ α(γ)ιαστούν οι τόποι και τα νερά, ν΄ α(γ)ιαστεί κι αφέντης με την κυρά.
Δες που διάβηκε ο Χριστός με δώδεκα Αποστόλους
και πάλι ξαναπέρασε με δεκαοχτώ αρχαγγέλους
και ΄κει που στάθην ο Χριστός χρυσό δεντρίν εξέστη
τα φύλλα ήξαν οι μάρτυρες και οι κλώνοι ήσαν προφήτες,
που προφητούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη
πως μέλει για να κατεβεί στου κυρ-Νιαβή* το σπίτι,
να κρίνει του αμαρτωλούς, να κρίνει και τους δίκιους,
όποιος τ΄ ακούζει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλαφουγκραστεί Παράδεισο λαβαίνει,
Παράδεισο και λίβανο ν-από τον Άγιο Τάφο
του χρόνου και τ΄ αντίχρονου σαν τούτες τρεις ημέρες.
Και του χρόνου! Χρόνια πολλά!
Σε ξενιτεμένο
Εδώ που λείπ’ αφέντης μας πολύ μακριά στα ξένα
καλά να πάει, καλά να ‘ρθει, καλά να διογυρίσει
να φέρ’ της χήνας τα φλουριά, της Πόλης τα καλούδια,
να φέρει κι ένα άλογο χιλιοκαλλιβωμένο
και στα καπούλια απ’ τ’ άλογο τρεις φραγκοπούλες παίζουν
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλ’ με το κρουστάλλι
η τρίτη κι η καλύτερη με μια_ασημένια κούπα
του χρόνου και τ’ αντίχρονου σαν τούτες τρεις ημέρες.
Χρόνια πολλά!